resurrect
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | resurrect |
γ΄ ενικό ενεστώτα | resurrects |
αόριστος | resurrected |
παθητική μετοχή | resurrected |
ενεργητική μετοχή | resurrecting |
Ρήμα
επεξεργασίαresurrect (en)
- ανασταίνω
- ⮡ Christ resurrected Lazarus.
- Ο Χριστός ανάστησε το Λάζαρο.
- ⮡ Christ resurrected Lazarus.
Πηγές
επεξεργασία- resurrect - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 57. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανασταίνω