ενεστώτας resurrect
γ΄ ενικό ενεστώτα resurrects
αόριστος resurrected
παθητική μετοχή resurrected
ενεργητική μετοχή resurrecting

resurrect (en)

  • ανασταίνω
    ⮡  Christ resurrected Lazarus.
    Ο Χριστός ανάστησε το Λάζαρο.