Ετυμολογία

επεξεργασία
reserĉi < reserĉ- + -i
ρήμα reserĉi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας reserĉas reserĉanta reserĉata
αόριστος reserĉis reserĉinta reserĉita
μέλλοντας reserĉos reserĉonta reserĉota
υποθετική reserĉus - -
προστακτική reserĉu - -

reserĉi (eo)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

resercxi, reserchi, reserc'i