Επίθετο

επεξεργασία

reputed (en)

  • υποτιθέμενος, που γενικά θεωρείται ότι είναι κάτι ή ότι έχει κάνει κάτι, αν και αυτό δεν είναι σίγουρο
    ⮡  his reputed father - ο υποτιθέμενος πατέρας του
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη supposed