Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

reprieve (en)

  1. η αναστολή εκτέλεσης μιας ποινής, ιδιαίτερα της θανατικής
  2. η παροδική ανακούφιση από τον πόνο

  Ρήμα επεξεργασία

reprieve (en)

  1. αναστέλλω την εκτέλεση μιας ποινής
  2. ανακουφίζω παροδικά