Ετυμολογία

επεξεργασία

repraesento < re- + praesento < praesens < praesum < prae- + sum

repraesento (la)

  1. κάνω κάτι αμέσως, δεν αναβάλλω
  2. αγοράζω με μετρητά, αμέσως
  3. επιδεικνύω, παρουσιάζω