repraesento
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαrepraesento < re- + praesento < praesens < praesum < prae- + sum
Ρήμα
επεξεργασίαrepraesento (la)
- κάνω κάτι αμέσως, δεν αναβάλλω
- αγοράζω με μετρητά, αμέσως
- επιδεικνύω, παρουσιάζω
repraesento < re- + praesento < praesens < praesum < prae- + sum
repraesento (la)