remplaçante
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- remplaçante < θηλυκό του remplaçant
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
remplaçante | remplaçantes |
remplaçante (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
remplaçante | remplaçantes |
remplaçante (fr) θηλυκό