ενικός         πληθυντικός  
remittance remittances

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

remittance (en)

  • (επίσημο) το έμβασμα, χρηματικό ποσό που αποστέλλεται σε ξένη χώρα
    ⮡  I am acknowledging receipt of your remittance.
    Βεβαιώνω λήψη του εμβάσματός σας.