Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
reglio
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Ιταλικά
(it)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
reglio
(it)
αρσενικό
(
πληθυντικός
:
regli
)
ανεμόσκαλα
με κυλινδρικά ξύλα για
σκαλοπάτια
Αλλόγλωσσα παράγωγα
επεξεργασία
νέα ελληνική
:
ρέλι