regardless
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
regardless (en)
- ανεξαρτήτως, ασχέτως
- ⮡ The team kept working hard regardless.
- Η ομάδα συνέχισε να δουλεύει σκληρά, ανεξαρτήτως (των δυσκολιών).
- ⮡ They decided to meet regardless.
- Αποφάσισαν να συναντηθούν, ανεξαρτήτως.
- ⮡ He was determined to finish the project regardless.
- Ήταν αποφασισμένος να ολοκληρώσει το έργο, ανεξαρτήτως.
- ⮡ The team kept working hard regardless.