refoulement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
refoulement | refoulements |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrefoulement (fr) αρσενικό
- η απώθηση , η επαναπροώθηση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη refouler
ενικός | πληθυντικός |
refoulement | refoulements |
refoulement (fr) αρσενικό