redémarrage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
redémarrage | redémarrages |
Ουσιαστικό επεξεργασία
redémarrage (fr) θηλυκό
- η επανεκκίνηση
- le logiciel installé, il faut procéder au redémarrage de l'ordinateur
- αφού το λογισμικό εγκατασταθεί, πρέπει να προβούμε στην επανεκκίνηση του υπολογιστή
- le logiciel installé, il faut procéder au redémarrage de l'ordinateur
- η επαναλειτουργία