recueil
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
recueil < → δείτε τη λέξη recueillir
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
recueil | recueils |
recueil (fr) αρσενικό
- η συλλογή
recueil < → δείτε τη λέξη recueillir
ενικός | πληθυντικός |
recueil | recueils |
recueil (fr) αρσενικό