rectangle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
rectangle | rectangles |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrectangle (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
rectangle | rectangles |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαrectangle (fr)
ενικός | πληθυντικός |
rectangle | rectangles |
rectangle (en)
ενικός | πληθυντικός |
rectangle | rectangles |
rectangle (fr)