Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

rear end (en) και rear–end

  1. κώλος, οπίσθια, πισινός
  2. πίσω μέρος, πίσω τμήμα

rear end (en) και rear–end

  • τρακάρω ή τον καρφώνω από πίσω