Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁa.djɔ.ɡʁa.fik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
radiographique radiographiques

radiographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό