rachetable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- rachetable < racheter
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
rachetable | rachetables |
rachetable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να εξαγοραστεί
ενικός | πληθυντικός |
rachetable | rachetables |
rachetable (fr) αρσενικό ή θηλυκό