rabattable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- rabattable < rabattre
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
rabattable | rabattables |
rabattable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να κατεβαστεί
ενικός | πληθυντικός |
rabattable | rabattables |
rabattable (fr) αρσενικό ή θηλυκό