Ετυμολογία

επεξεργασία
réunifier < ré- + unifier

réunifier (fr)

  1. (μεταβατικό) επανενώνω
  2. (pronominal: αντωνυμικό) επανενώνομαι
    les deux Allemagne se sont réunifiées en 1989-1990
    οι δύο Γερμανίες επανενώθηκαν κατά τα έτη 1989-1990

Συγγενικά

επεξεργασία