réunifier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαréunifier (fr)
- (μεταβατικό) επανενώνω
- (pronominal: αντωνυμικό) επανενώνομαι
- les deux Allemagne se sont réunifiées en 1989-1990
- οι δύο Γερμανίες επανενώθηκαν κατά τα έτη 1989-1990
- les deux Allemagne se sont réunifiées en 1989-1990