réorganisation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
réorganisation | réorganisations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαréorganisation (fr) θηλυκό
- η αναδιοργάνωση, η αναδιάταξη
ενικός | πληθυντικός |
réorganisation | réorganisations |
réorganisation (fr) θηλυκό