quant-à-soi
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
quant-à-soi (fr) αρσενικό, μόνο στον ενικό
- κάτι που διακρίνει έναν άνθρωπο που διατηρεί τις αποστάσεις από τους άλλους, θέλει να είναι ανεξάρτητος/η όσον αφορά τις γνώμες και τις πράξεις του
Εκφράσεις επεξεργασία
- tenir / rester sur son quant-à-soi
- και
- tenir / rester sur son quant-à-soi - διατηρώ τις αποστάσεις μου
- se mettre sur son quant-à-soi - κάνω τον περήφανο