quadruplement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
quadruplement | quadruplements |
quadruplement (fr) αρσενικό
Επίρρημα
επεξεργασίαquadruplement (fr)
ενικός | πληθυντικός |
quadruplement | quadruplements |
quadruplement (fr) αρσενικό
quadruplement (fr)