Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

quérir < querre < λατινική quaerere

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ke.ʁiʁ/

  Ρήμα επεξεργασία

quérir (fr)

  • (παρωχημένο, λόγιο, τοπικό) πάω να βρω