qarışqa
Αζεριανά (az) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- qarışqa < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική 𐰴𐰆𐰢𐰆𐰺𐰽𐰍𐰀 (qumursɣa, μυρμήγκι)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɡɑrɯʃˈɡɑ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : qa‐rış‐qa
Ουσιαστικό επεξεργασία
qarışqa (az)
- (εντομολογία) το μυρμήγκι
Κλίση επεξεργασία
κλίση του qarışqa
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | qarışqa | qarışqalar |
αιτιατική | qarışqanı | qarışqaları |
δοτική | qarışqaya | qarışqalara |
τοπική | qarışqada | qarışqalarda |
αφαιρετική | qarışqadan | qarışqalardan |
γενική | qarışqanın | qarışqaların |