Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

puŝiĝi < puŝ- + iĝi

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα puŝiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας puŝiĝas puŝiĝanta puŝiĝata
αόριστος puŝiĝis puŝiĝinta puŝiĝita
μέλλοντας puŝiĝos puŝiĝonta puŝiĝota
υποθετική puŝiĝus - -
προστακτική puŝiĝu - -

puŝiĝi (eo)

Άλλες γραφές επεξεργασία

pusxigxi, pushighi, pus'ig'i