puŝiĝinta

Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

puŝiĝinta (eo)

  • αόριστος της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος puŝiĝi