pszczelarz
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
pszczelarz (pl) < pszczoła (pl) + -arz
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpʃt͡ʃ̑ɛlaʃ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
pszczelarz (pl) αρσενικό
pszczelarz (pl) < pszczoła (pl) + -arz
pszczelarz (pl) αρσενικό