Ετυμολογία

επεξεργασία

pszczelarka (pl) < pszczoła (pl) + -arka

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pszczelarka (pl) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη: pszczoła (pl)