Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

pszczelarka (pl) < pszczoła (pl) + -arka

  Ουσιαστικό επεξεργασία

pszczelarka (pl) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη: pszczoła (pl)