Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
pszczelarka
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Πολωνικά (pl)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Πολωνικά
(pl)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
pszczelarka
(pl)
<
pszczoła
(pl)
+
-arka
Ουσιαστικό
επεξεργασία
pszczelarka
(pl)
θηλυκό
η
μελισσοκόμος
Συγγενικά
επεξεργασία
pszczelarz
→ δείτε τη λέξη:
pszczoła
(pl)