psychrométrique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /psi.kʁɔ.me.tʁik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
psychrométrique | psychrométriques |
psychrométrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
psychrométrique | psychrométriques |
psychrométrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό