psychosociologique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
psychosociologique | psychosociologiques |
Επίθετο επεξεργασία
psychosociologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
psychosociologique | psychosociologiques |
psychosociologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό