Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /psal.mɔ.dik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
psalmodique psalmodiques

psalmodique (fr) αρσενικό ή θηλυκό