Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

protocolaire < protocole

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
protocolaire protocolaires

protocolaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό