Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

proposição (pt) <

  Ουσιαστικό επεξεργασία

proposição (pt) θηλυκό

  1. η πρόταση
  2. το θεώρημα, το αξίωμα