proposable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- proposable < proposer
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
proposable | proposables |
proposable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να προταθεί
ενικός | πληθυντικός |
proposable | proposables |
proposable (fr) αρσενικό ή θηλυκό