prophétique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pʁɔ.fe.tik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
prophétique | prophétiques |
prophétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
prophétique | prophétiques |
prophétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό