prolégomène
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
prolégomène | prolégomènes |
Ουσιαστικό επεξεργασία
prolégomène (fr) αρσενικό
- το προλεγόμενο (χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό)
ενικός | πληθυντικός |
prolégomène | prolégomènes |
prolégomène (fr) αρσενικό