Ετυμολογία

επεξεργασία
prilabori < prilabor- + -i
ρήμα prilabori
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας prilaboras prilaboranta prilaborata
αόριστος prilaboris prilaborinta prilaborita
μέλλοντας prilaboros prilaboronta prilaborota
υποθετική prilaborus - -
προστακτική prilaboru - -

prilabori (eo)

mi devas prilabori tiun dosieron - πρέπει να επεξεργαστώ αυτό το αρχείο