ενικός         πληθυντικός  
press conference press conferences

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

press conference (en)

  • η συνέντευξη τύπου
    ⮡  The foreign minister will give a press conference on national issues.
    Ο υπουργός Εξωτερικών θα δώσει συνέντευξη τύπου για τα εθνικά θέματα.