presbytique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pʁɛs.bi.tik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
presbytique | presbytiques |
presbytique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
presbytique | presbytiques |
presbytique (fr) αρσενικό ή θηλυκό