praedico
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαpraedico (la)
Αρχικοί χρόνοι
praedico, praedicavi, praedicatum, praedicare (1η συζυγία, κλίνεται κατά το amo)
praedico (la)
Αρχικοί χρόνοι
praedico, praedicavi, praedicatum, praedicare (1η συζυγία, κλίνεται κατά το amo)