Ετυμολογία

επεξεργασία
prêtresse < prestresse < prêtre

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pʁɛ.tʁɛs/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
prêtresse prêtresses

prêtresse (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία