prétendante
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- prétendante < θηλυκό του prétendant
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
prétendante | prétendantes |
prétendante (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
prétendante | prétendantes |
prétendante (fr) θηλυκό