préhistorique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pʁe.is.tɔ.ʁik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
préhistorique | préhistoriques |
préhistorique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
préhistorique | préhistoriques |
préhistorique (fr) αρσενικό ή θηλυκό