Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

práce (cs) θηλυκό

  1. η δουλειά, η εργασία
    jdu do práce - πάω στη δουλειά
    domácí práce - δουλειές του σπιτιού
  2. (φυσική) το έργο