Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

potamographique < potamographie

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
potamographique potamographiques

potamographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό