Ετυμολογία

επεξεργασία
posco < πρωτοϊταλική *porskō < *pr̥sḱé- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *preḱ- (ζητώ)

posco (la)

  1. ζητώ
  2. απαιτώ