polytonique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɔ.li.tɔ.nik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
polytonique | polytoniques |
polytonique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
polytonique | polytoniques |
polytonique (fr) αρσενικό ή θηλυκό