polychrone
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
polychrone | polychrones |
Επίθετο
επεξεργασίαpolychrone (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ικανός να κάνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα
ενικός | πληθυντικός |
polychrone | polychrones |
polychrone (fr) αρσενικό ή θηλυκό