Ετυμολογία

επεξεργασία

pojutrze (pl) < po + jutro (po jutrze: μετά από αύριο)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɔˈjuṭʃɛ/
 

  Επίρρημα

επεξεργασία

pojutrze (pl)

  • (χρονικό επίρρημα) μεθαύριο
    zaproponowałem sąsiadom, żeby pojutrze przyszli do nas na obiad
    πρότεινα στους γείτονες να έρθουν μεθαύριο για (μεσημεριανό) γεύμα
przedwczoraj (pl) wczoraj (pl) dzisiaj (pl) jutro (pl) pojutrze (pl)