pojutrze
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαpojutrze (pl) < po + jutro (po jutrze: μετά από αύριο)
Προφορά
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαpojutrze (pl)
- (χρονικό επίρρημα) μεθαύριο
- ↪zaproponowałem sąsiadom, żeby pojutrze przyszli do nas na obiad
- πρότεινα στους γείτονες να έρθουν μεθαύριο για (μεσημεριανό) γεύμα
- ↪zaproponowałem sąsiadom, żeby pojutrze przyszli do nas na obiad
przedwczoraj (pl) | wczoraj (pl) | dzisiaj (pl) | jutro (pl) | pojutrze (pl) |