pois de senteur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
pois de senteur | pois de senteur |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpois de senteur (fr) αρσενικό άκλιτο
- το μοσχομπίζελο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pois de senteur | pois de senteur |
pois de senteur (fr) αρσενικό άκλιτο