pogrom
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpogrom (en)
- το πογκρόμ
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pogrom < ρωσική
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pogrom | pogroms |
- το πογκρόμ
pogrom (en)
ενικός | πληθυντικός |
pogrom | pogroms |